ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ

και των πολιτισμών

Αρχική σελίδα Χρονιές 2013-2014 Εργασίες μαθητών Η ΜΠΑΜΠΑ-ΓΙΑΓΚΑ, Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Εργασία στη Λογοτεχνία: Να διαβάσετε ένα λαϊκό παραμύθι και στη συνέχεια να δώσετε σ? αυτό ένα διαφορετικό τέλος. (Υπεύθυνη καθηγήτρια: Αιμιλία Τσελέντη)

 

Η   ΜΠΑΜΠΑ-ΓΙΑΓΚΑ, Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Παραμύθι από την Ρωσία (Από το βιβλίο παραμύθια από όλο τον κόσμο)

Η Μίσια ζούσε με τον πατέρα της και τη μητριά­ της στην άκρη ενός μεγάλου σκοτεινού δάσους. Η μητριά της την μισούσε τη Μίσια. Ήταν γλυκιά και καλή μαζί της,

όταν ο πατέρας της βρισκόταν στο σπίτι. Ο πατέρας της όμως όλη την ημέρα έλειπε και η μητριά ξεθέωνε τη Μίσια στη δουλειά. Την έβαζε να σκουπίζει και να σφουγγαρίζει, να πλένει, να σιδερώνει, να μαγειρεύει και της έδινε να φάει μόνο τα αποφάγια και κάτι ξεροκόμματα. Η Μίσια ήταν χλομή και αδύνατη. Φοβόταν πολύ τη μητριά της και δεν τολμούσε να παραπονεθεί στον πατερά της.

Ένα πρωί η μητριά είπε στη Μίσια: «Θέλω κάτι να ράψω, όμως δεν έχω βελόνες. Να πας στην αδελφή μου, που ζει στο δάσος, και να της ζητήσεις να μου δανείσει μερικές. Τρέχα αμέσως, παλιοτεμπέλα».

Η Μίσια φοβόταν πολύ. Ήξερε ότι μέσα στο δάσος υπήρχαν αρκούδες και λύκοι κι ότι η αδελφή της μητριάς της ήτανε μια φοβερή μάγισσα, πολύ άσχημη, που είχε σιδερένια δόντια και την λέγανε Μπαμπα- Γιάγκα.

Όμως, έπρεπε να κάνει αυτό που της είπε η μητριά της. Την ώρα που εκείνη δεν την έβλεπε, πήρε ένα κομμάτι τυρί και ένα κόκαλο με λίγο κρέας πάνω του και τα τύλιξε σ? ένα μαντίλι. Ύστερα πήρε το μονοπάτι για το δάσος.

Όταν η Μίσια έφτασε σ? ένα ξέφωτο στο δάσος, είδε ένα σπιτάκι μέσα σε ένα φράχτη. Άνοιξε την πύλη και μπήκε μέσα. Ένα πολύ αδύνατο σκυλί την πλησίασε βογκώντας και γαβγίζοντας. «Καημενούλη», είπε η Μίσια, «φαίνεσαι να πεινάς πολύ». Έβγαλε γρήγορα το κόκαλο από το μαντίλι και το ?δωσε στο σκυλί. Του χάιδεψε το κεφάλι κι εκείνο την κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του.

Η Μίσια προχώρησε προς το σπιτάκι κι έσπρωξε την πόρτα. Ένα αδύνατο γατί όρμησε πάνω της, φτύνοντας και νιαουρίζοντας. «Καημενούλη», είπε η Μίσια, «φαίνεται να πεινάς πολύ». Και έδωσε στη γάτα το τυρί. Η γάτα γουργούρισε, όταν η Μίσια της χάιδεψε την πλάτη.

«Η Μπαμπα- Γιάγκα λείπει. Μα θα γυρίσει γρήγορα», νιαούρισε η γάτα. «Δίνε του όσο ακόμα είναι καιρός. Αλλιώς θα σε φάει». Πριν, όμως, η Μίσια προλάβει να φτάσει στην πόρτα, άκουσε έναν φοβερό θόρυβο. Κρυφοκοίταξε από ένα παράθυρο και είδε την Μπαμπα-Γιάγκα μέσα σ? ένα πελώριο γουδί που το οδηγούσε μ? ένα γουδοχέρι, να προσγειώνεται έξω από τον φράχτη.

Η Μπαμπα-Γιάγκα πήδηξε έξω, έσπρωξε με θόρυβο την πόρτα, μπήκε μέσα και όταν είδε τη Μίσια, σταμάτησε. «Τι θέλεις εδώ;» ξεφώνισε. Η Μίσια ήταν κατατρομαγμένη, όμως κατάφερε να πει: «Μ? έστειλε η αδελφή σας, να της δανείσετε μερικές βελόνες». «Ααα, έτσι», κακάρισε η Μπαμπα-Γιάγκα. «Καλά, πρέπει να περιμένεις να φάω. Πρώτα θα κάνω ένα μπάνιο», τσίριξε, τρίζοντας τα σιδερένια δόντια της. «Μπορείς, όσο θα περιμένεις, να υφαίνεις στον αργαλειό», είπε και πήγε στο μπάνιο, κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα.

«Γρήγορα, Μίσια! Φύγε τώρα!» νιαούρισε η γάτα. «Αλλιώς δε θα φύγεις ποτέ. Πάρε μαζί σου αυτήν την πετσέτα και αυτό το χτένι. Τώρα φύγε!»

«Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ», ψιθύρισε η Μίσια, πήγε στην πόρτα πατώντας στις μύτες και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια. Ο σκύλος πήγε κοντά της, χωρίς όμως να γαβγίσει. Η Μίσια πήρε το μονοπάτι μέσα στο δάσος, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Μέσα στο μικρό σπίτι η Μπαμπα-Γιάγκα φώναξε από το μπάνιο: «Υφαίνεις, αγαπητή μου;» Η γάτα ύφαινε στον αργαλειό, «κλείκτι-κλακ κλείκτι- κλακ». «Ναι, θείτσα», νιαούρισε, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φωνή της Μίσια.

Όταν η Μπαμπα-Γιάγκα βγήκε από το μπάνιο και είδε τη γάτα καθισμένη στον αργαλειό, ξεφώνησε: «Γιατί την άφησες να το σκάσει; Έπρεπε να με φωνάξεις». «Σου δουλεύω τόσα χρόνια, όμως ποτέ εσύ δε μου έδωσες να φάω ένα κομμάτι τυρί, όπως έκανε αυτή», νιαούρισε.

Η Μπαμπα-Γιάγκα προσπάθησε να την κλοτσήσει, όμως εκείνη σκαρφάλωσε στο παράθυρο κι εξαφανίστηκε στο δάσος.

Τρίζοντας τα σιδερένια δόντια της, η μάγισσα βγήκε από το σπίτι. Όταν είδε το σκύλο, ξεφώνησε: «Γιατί δε γάβγισες να με ειδοποιήσεις ότι το κορίτσι το σκάει;» Ο σκύλος την κοίταξε. «Δούλεψα για εσένα χρόνια και χρόνια, όμως εσύ ποτέ δε μου έδωσες ένα κόκαλο με κρέας». Πριν η Μπαμπα-Γιάγκα προλάβει να τον κλοτσήσει, ο σκύλος πήδηξε από τον φράχτη και χάθηκε μέσα στο δάσος.

«Θα την πιάσω! Θα την πιάσω! Δε θα μου ξεφύγει», φώναξε η Μπαμπα Γιάγκα σκαρφαλώνοντας στο γουδί της. Κουνώντας το γουδοχέρι, βρέθηκε στο μονοπάτι που περνούσε μέσα από το δάσος.

Η Μίσια τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε άκουσε το γουδί να την ακολουθεί, πηδώντας πίσω της. Όταν κόντευε να τη φτάσει, πέταξε κάτω την πετσέτα που της είχε δώσει η γάτα. Αμέσως, ανάμεσα στην ίδια και στην Μπαμπα-Γιάγκα, άρχισε να κυλάει ένα μεγάλο πλατύ ποτάμι.

Η Μπαμπα-Γιάγκα ξεφώνισε θυμωμένη και προσγειώθηκε στην όχθη του ποταμιού. Το γουδί της όμως ήτανε πολύ βαρύ για να επιπλέει στα νερά κι αναγκάστηκε να πάρει τις αγελάδες και να τις πάει να πιουν όλο το νερό του ποταμού. Έτσι μπόρεσε να μπει στην ξεραμένη κοίτη του.

Όταν η Μίσια άκουσε το γουδί πάλι πίσω της, πέταξε το χτένι. Αμέσως ξεφύτρωσε ένα δάσος γεμάτο αγκάθια τόσο πυκνά, που τίποτε δεν μπορούσε να το περάσει.

Η Μπαμπα-Γιάγκα πήδηξε από το γουδί της και προσπάθησε να κόψει τα δέντρα με τα σιδερένια της δόντια, αλλά δεν τα κατάφερε. Ξεφωνίζοντας με μανία, σκαρφάλωσε στο γουδί της και γύρισε στο σπίτι της, στο δάσος.

Η Μίσια έτρεχε πολλές ώρες, λαχανιασμένη και φουσκώνοντας, ώσπου δεν άντεχε άλλο. Κουρασμένη και σκοντάφτοντας περπάτησε όλο το μονοπάτι έξω από το δάσος, ώσπου είδε τα φώτα του σπιτιού της να λάμπουν στο σκοτάδι. Ο πατέρας της στεκόταν έξω και περίμενε.    

«Πού ήσουνα;» τη ρώτησε, αγκαλιάζοντάς την. «Ανησυχούσα πολύ για εσένα». Η Μίσια του διηγήθηκε όλα όσα πέρασε με την Μπαμπα-Γιάγκα.

«Ησύχασε παιδί μου», της είπε ο πατέρας της. «Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι πια. Δεν ήξερα τι φοβερή γυναίκα ήτανε η μητριά σου. Από εδώ και μπρος θα έχει ό,τι της αξίζει.

Η μητριά είδε από το παράθυρο τη Μίσια με τον πατέρα της. Άνοιξε την πίσω πόρτα και έτρεξε στο δάσος.

Η Μίσια από τότε έζησε μαζί με τον πατέρα της πολύ ευτυχισμένη στο σπίτι κοντά στο δάσος. Κανένας δεν ξέρει τι απόγινε η φοβερή μητριά. Ίσως να πήγε να ζήσει με την Μπαμπα-Γιάγκα ή να την έφαγε καμία αρκούδα ή κανένας λύκος στο δάσος. Από τότε κανένας δεν την ξαναείδε.

 ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΕΛΟΣ

Η Μίσια πέταξε το χτένι, αμέσως ξεφύτρωσε ένα δάσος γεμάτο αγκάθια τόσο πυκνά, που τίποτε δεν μπορούσε να τα περάσει. Όμως η Μπαμπα-Γιάγκα μπόρεσε να κόψει τα δέντρα με τα σιδερένια δόντια της.

Πρόλαβε τη Μίσια, την άρπαξε και την έβαλε μέσα στο γουδί. Είχε σκοπό να την σκοτώσει και να πάρει το δέρμα της να φτιάξει μία γούνα! Η γάτα και ο σκύλος άκουσαν τη φωνή της Μίσια και γύρισαν στο σπίτι της Μπαμπα-Γιάγκα, αλλά ευτυχώς δεν τους είδε, γιατί κρύφτηκαν. Αποφάσισαν να κάνουν ό,τι μπορούν, για να σωθεί η Μίσια. Έτσι έγραψαν ένα γράμμα με τη βοήθεια της Μίσιας την ώρα που η Μπαμπα-Γιάγκα βρισκόταν στην κουζίνα κι έτρωγε. Η γάτα που έτρεχε πολύ γρήγορα το πήγε στον πατέρα της, που περίμενε τη Μίσια αναστατωμένος. Εκείνος διάβασε το γράμμα και αποφάσισε να πάει στο σπίτι της Μπαμπα-Γιάγκα. Όταν έφτασε, η Μπαμπα-Γιάγκα μόλις είχε τελειώσει το φαγητό. Δεν τους είδε και ο μπαμπάς της πήρε το γουδοχέρι και την χτύπησε στο κεφάλι, έπειτα την πέταξε στο δάσος με τη βοήθεια της Μίσιας.

Κανένας δεν την ξαναείδε, μάλλον την έφαγαν τα άγρια ζώα. Μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι τους, η μητριά της Μίσιας είχε φύγει.

 

 

Ιωάννα Μύσταξ, Α2

Το κανάλι μας

youtube