Μετά το ταξίδι στη Λογοτεχνία της Γ' Γυμνασίου, στην ελληνική λογοτεχνία από τα δημοτικά μέχρι τη σύγχρονη ποίηση, οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γ1 γράφουν τις δικές τους δημιουργίες με αφορμή τις λέξεις: θάλασσα, καλοκαίρι, μαύρο.

Ευχαριστώ τους μαθητές και τις μαθήτριές μου που με βοήθησαν σ' αυτό το ταξίδι. Ελπίζω να το διασκέδασαν όσο κι εγώ!
Γιάννης Παπαθανασίου

Το μαύρο φόρεμά μου το έβαλα το
καλοκαίρι και μπήκα μες τη θάλασσα.

Ο μαύρος ουρανός έβρεξε τη θάλασα
και το καλοκαίρι ξαφνικά έγινε χειμώνας

Αγαπώ το καλοκαίρι, αγαπώ τη θάλασσα
και το μαύρο χρώμα μου αρέσει σε ρούχα.

Ο μαύρος άνεμος πέρασε από τη
θάλασσα και το καλοκαίρι πάει.

Ελένη Γκαβούδη-Λάμπη

***

Μαύρη θάλασσα χωρίς καλοκαίρι,
μα το αστέρι την φωτίζει κάθε μέρα
και μια γυναίκα που αγάπησες ξανά
και την έσπρωξες στο μαύρο της θάλασσας

Ποτέ δεν την ξαναείδες
γιατί έσπρωξες την γυναίκα αυτή δυνατά
για το καλοκαίρι,
που μαύρο έγινε όπως η θάλασσα ξανά.

Τρελό αγέρι φύσηξε ο άνεμος δυνατά,
γιατί μετάνιωσες εσύ πικρά
για τη γυναίκα που αγάπησες πολύ
για το καλοκαίρι που έγινε μαύρο από ντροπή.

Μηνάς Καλατζίδης

***

Μαύρη η θάλασσα
άδεια η πόλη
αντικατοπτρίζει το δωμάτιο
μέσα

Σκουραίνει ο ουρανός
απότομα, όπως σκούρηνε
και η ζωή

Κάποτε, ίσως, κάποτε
να υπήρχε ένα φως
μια χαμένη Ατλαντίδα.

Σκοτάδι, Σκοτάδι, Σκοτάδι
πού χάθηκε αυτό το φως
μαζί με τον κόσμο;

***

Το πώς περνάν οι μέρες
ούτε με ρολόι θα μπορούσε
κάποιος να το μετρήσει.
Το πώς βαδίζει η ζωή
κανένα όργανο δεν μπορεί
να το βρει.
Το πώς το μαύρο
γίνεται άσπρο
δεν μπορεί να εξηγηθεί.
Η ζωή είναι γεμάτη
ανεξήγητα πράγματα.
Ναι, αυτή η ζωή...
Το μπλε της θάλασσας
σε μιας στιγμής την καταστροφή
χάνεται όλο και μόνο
θάνατος απομένει.
Τι είναι αυτό το μαύρο
μες τη θάλασσα
και μες στην ανεξήγητη ζωή
το πώς ο χειμώνας γίνεται καλοκαίρι,
το πώς η πέτρα γίνεται καπνός,
το πώς ο άνθρωπος πεθαίνει
μόνο ο χρόνος θα το πει,
μα δεν υπάρχει χρόνος
τότε τι θα το πει;
Η ζωή αφού τελειώνει;
Ανεξήγητο μυστήριο η ζωή
έτοιμο να ερευνηθεί.

Πέτρος Μπουρβάνης

***

Μαύρη, άγρια θάλασσα με κύματα έτοιμα να σε καταπιούν. Έτσι νιώθω όταν
δεν είσαι κοντά μου.
Όταν δεν σε νιώθω.
Όταν δε μιλάμε.
Γενικά, όταν δεν είσαι εδώ, ρε παιδί μου.

Μαύρη θάλασσα, ένα δροσερό βραδάκι του
καλοκαιριού. Γαλήνια. Έτσι σε νιώθω...

Θα φύγεις κάποια στιγμή. Το ξέρω. Θα μείνω πάλι εδώ
μόνη, κενή... μαύρη.
Αδερφή ψυχή. Έρωτας ίσως. Αγάπη; Μα αυτό δεν υπάρχει.
Είναι απλά μια ψευδαίσθηση που δημιούργησε ο άνθρωπος,
για να γεμίσει
το κενό στην καρδιά του. Αυτό είναι αγάπη...
Όλα σε θυμίζουν γαμώτο.

***

Ένα απόλυτο σκοτάδι,
μια νύχτα χωρίς αστέρια,
ένα απόλυτο μαύρο,
απλά κενό.
Απαλά κύματα
που σκάνε στην ακτή της θάλασσας.
Μια θάλασσα γαλάζια με
γαλάζιο ουρανό.
Κάτω από τον καυτό ήλιο
του καλοκαιριού, σε έναν ίσκιο
με ένα κρύο ρόφημα στο ένα
χέρι και το άλλο να δείχνει
τα παιδιά που τρέχουν μες την
θάλασσα ανέμελα.
Μια νύχτα του καλοκαιριού
δίπλα σε μια θάλασσα
χωρίς αστέρια.

***

Ήταν καλοκαίρι. Αύγουστος 2018 στην Ίο. Είχα πάει διακοπές με τους γονείς μου. Τίποτα δεν με γέμιζε εκείνο το καλοκαίρι. Όλα γύρω μου ήταν μονότονα και επικρατούσε ένα χρώμα και στον έξω κόσμο αλλά και μέσα στη έρημη ψυχή μου. Το μαύρο. Δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλά με έπιανε μια μελαγχολία αγναντεύοντας τη θάλασσα και σκεφτόμενος ότι άλλο ένα καλοκαίρι γεμάτο γέλια, χαρές και ξεγνοιασιά. Αυτά σε ανάμειξη με την εφηβεία με γέμιζαν θλίψη. Όλα ήταν μαύρα. Μέχρι που είδα τα μάτια της στην παραλία. Καθόταν λίγο πιο δίπλα μόνη της. Φαινόταν κι αυτή πληγωμένη. Σαν να χρειαζόταν ένα στήριγμα. Γύρισε προς το μέρος μου και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Ό,τι πιο όμορφο έχω νιώσει. Τα μάτια της ήταν καστανά. Όχι κάτι το ξεχωριστό. Απλώς καθόμασταν και βλέπαμε μαζί τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα η οποία ξαφνικά από μαύρη είχε γίνει ένα βαθύ μπλε. Γύρισε και με ρώτησε το όνομά μου. Άγγελος της απάντησα. Το δικό της δεν μου το είπε. Είπε ότι δεν χρειάζεται να το ξέρω, αφού έτσι κι αλλιώς την επόμενη μέρα θα την είχα ήδη ξεχάσει. Άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή της. Το πώς μεγάλωσε… καθόμουν και την άκουγα με προσοχή, ενώ η ψυχή μου είχε αρχίσει να γαληνεύει. Η φωνή της ηχούσε σαν παυσίπονο στην ψυχή μου. Όταν πια είχε σκοτεινιάσει κι έπρεπε να φύγει μου είπε ότι θα με περιμένει. Δεν γινόταν να μην την ξαναδώ. Την επόμενη μέρα πήγα στο ίδιο σημείο στην παραλία. Απογοητεύτηκα που δεν την είδα εκεί. Μέχρι που άκουσα από πίσω μου μια γνώριμη φωνή. «Άγγελε;» είπε.

***

Και το μόνο που βλέπω είναι μια μαύρη θάλασσα μέσα στα σκουπίδια η μαύρη θάλασσα που δημιουργήθηκε από όλους εμάς είναι μονάχα δικιά μας ευθύνη να μην μπορούμε να χαρούμε το βαθύ μπλε της θάλασσας. Με αυτόν τον τρόπο χάνονται εικόνες, λέξεις, συναισθήματα, διότι τώρα εσύ βλέπεις μόνο μια θάλασσα σε αυτό το σκούρο μαύρο χρώμα αλλά στο τέλος μόνο αυτό θα βλέπεις άμα το αγνοήσεις. Και είναι δεδομένο ότι το μόνο μέρος που θα μπορέσεις να απολαύσεις το καλοκαίρι θα είναι σε χημικές πισίνες και θα είναι μουντό, θα το καταλάβεις στην πορεία άμα συνεχιστεί αυτό και τι θα γίνουν οι στιγμές στη θάλασσα με τους ανθρώπους που αγαπάς βλέποντας το ηλιοβασίλεμα.

Στεφανία Παζαρλόγλου

***

Ένα καλοκαίρι όλοι ήταν στις παραλίες.
Άλλοι κολυμπούσαν, άλλοι φτιάχναν
κάστρα με άμμο, ώσπου ένα μεγάλο
κύμα ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Άρχισαν να τρέχουν, παντού φωνές,
κλάματα από μικρά παιδιά, δεν
ξέραν πώς θα σωθούν, τα μωρά
τα είχαν παρατήσει. Ένας μόνο
τα σκέφτηκε κι έτρεξε να πάρει
όσα μπορούσε, ήταν όμως αδύνατο.

***

Ένα απόλυτο σκοτάδι,
μια νύχτα χωρίς αστέρια.
Ένα απόλυτο μαύρο,
απλά κενό.
Απαλά κύματα
που σκάνε στην ακτή της θάλασσας.
Μια θάλασσα γαλάζια
με γαλάζιο ουρανό.
Κάτω από τον καυτό ήλιο
του καλοκαιριού, σε έναν ίσκιο
με ένα κρύο ρόφημα στο ένα
χέρι και το άλλο να δείχνει
τα παιδιά που τρέχουν
μες στη θάλασσα ανέμελα.
Μια νύχτα του καλοκαιριού
δίπλα σε μια θάλασσα
χωρίς αστέρια.

Ελπίδα Γιάλλι

***

Το καλοκαίρι ήρθε για ακόμα μια φορά. Μπορεί όλα τα παιδιά να θέλουν να πάνε στη θάλασσα για να κολυμπήσουν, να παίζουν, να φτιάξουν πύργους στην άμμο, να πάνε διακοπές, να σταματήσουν το διάβασμα, όμως η μικρή Άννα προτίμησε να κλειστεί στο δωμάτιό της με κλειστή την πόρτα και τα πατζούρια. Σε ένα μαύρο δωμάτιο μαύρισε την ψυχή της με σκοτεινές οντότητες που ήθελαν μόνο το κακό της, κυριεύτηκε από αυτό. Όταν άνοιξε την πόρτα το φως έκαψε το δέρμα της, δεν άντεχε το φως. Έμεινε κλεισμένη στο μαύρο κακό για πάντα.

Κωνσταντίνος Παγαρτάνης

***

Ήλιος, καλοκαίρι, μέσα στη θάλασσα, στην Πάρο, έπεσε ο ήλιος, βράδιασε, πίσσα σκοτάδι, μαύρο.

***

Το μαύρο της θάλασσας μου θυμίζει χειμώνα.
Και δυστυχώς το καλοκαίρι δεν ήρθε ακόμα.
Αναμνήσεις πολλές και συ είσαι μέσα σ’ αυτές.
Σε μια παραλία να δημιουργούμε αξέχαστες στιγμές.

Εύα Καραγιαννίδου