Εργασία στη Λογοτεχνία: Σας δίνονται τέσσερις λέξεις: Πριγκίπισσα, γατάκια , αρκούδα, σοκολάτα. Μ? αυτές να φτιάξετε ένα παραμύθι, αφού θυμηθείτε τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού. (υπεύθυνη καθηγήτρια: Αιμιλία Τσελέντη)

Άννα-Μπελ

Ζούσε κάποτε σ? έναν κόσμο μακρινό, παραμυθένιο, πολύ πιο παλιά από μας, όταν ακόμη υπήρχαν ζώα που μιλούσαν,

 

 όπως μεγάλα ερπετά και δράκοι, μια τρισχαριτωμένη πριγκίπισσα, η Άννα-Μπελ. Κατοικούσε σ? ένα μεγάλο, πανέμορφο κάστρο μαζί με τους γονείς της. Τριγύρω απ? το κάστρο υπήρχε μια κρυσταλλένια λιμνούλα, όπου η Άννα-Μπελ πλατσούριζε από μωρό. Το χειμώνα απ? το πολύ κρύο η λιμνούλα πάγωνε ολόκληρη κι έτσι είχε μάθει να κάνει καλό πατινάζ, με αποτέλεσμα κάθε φορά που γινόταν κάποιος διαγωνισμός να λαμβάνει μέρος και να τα πηγαίνει και πολύ καλά- μάλιστα, συνήθως έβγαινε σε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις-.

Εκείνη τη μέρα η Μπελ-έτσι τη φώναζαν οι γονείς της- είχε τα γενέθλιά της. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, επειδή ήξεραν ότι η κόρη τους ήταν φιλόζωη, της αγόρασαν τρία μικρά κατάλευκα, χνουδωτά γατάκια και τα ονόμασαν Νιάου, Νιάου ?και μαντέψτε πώς είπαν το τρίτο, είναι κάτι ασυνήθιστο που δεν πάει το μυαλό σας- και Νιάου. Όταν το κοριτσάκι είδε τους καινούριους της φίλους, ξετρελάθηκε και άρχισε να παίζει μαζί τους. Γενικά, τα γατάκια της τα φρόντιζε πολύ.

Μερικά χρόνια αργότερα, όταν η Μπελ είχε γίνει ήδη δεκαπέντε ετών, η μητέρα της αρρώστησε βαριά και κανένας γιατρός δεν μπορούσε να βρει θεραπεία. Ένα βράδυ, όταν η Μπελ έπεσε για ύπνο, ονειρεύτηκε μια αρκούδα που της έλεγε να την ακολουθήσει κι ότι έτσι θα κατάφερνε να γιατρέψει την πολυαγαπημένη της μητέρα.

Αυτό το όνειρο το έβλεπε επί τέσσερα βράδια στη σειρά, ώσπου τελικά την πέμπτη μέρα, αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, μάζεψε σ? ένα καλαθάκι λίγα μπισκότα, νερό, μια κουβερτούλα και πήρε το δρόμο προς το κοντινό, πυκνό δασάκι. Επί μία ώρα πορευόταν με γρήγορο ρυθμό και χωρίς σταματημό. Κάποια στιγμή, την ώρα που κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί, μέσα από ένα ξέφωτο εμφανίστηκε η αρκούδα του ονείρου της. Αυτή ξεκίνησε να της εξηγεί προς τα πού θα κατευθυνθούν, για να καταφέρουν να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους. Έπειτα άρχισε το ταξίδι τους. Πέρασαν από βουνά κι από κοιλάδες και περπατήσανε αρκετά. Ήταν μόλις δυόμιση ουράνια τόξα που τους χώριζαν από το μαγικό εκείνο μέρος που έπρεπε να φτάσουν κι έτσι σταμάτησαν λίγο να ξεκουραστούν. Το κορίτσι έβγαλε τα τελευταία μπισκότα που της είχαν απομείνει και τα μοιράστηκε με την αρκούδα.

Παράλληλα, ο βασιλιάς στο κάστρο ήταν πολύ αναστατωμένος, γιατί δεν έβρισκε πουθενά την κόρη του. Αυτό, γιατί η Μπελ μόνο σ? ένα άτομο είχε εκμυστηρευτεί το όνειρο και την απόφαση που είχε πάρει να κάνει αυτό το ταξίδι, για να βοηθήσει τη μητέρα της. Στην αγαπημένη της γιαγιά, που ήταν αρκετά μεγάλη σε ηλικία, αλλά μπορούσε να συζητήσει μια χαρά με την εγγονούλα της. Ήταν σαν δυο πολύ καλές φίλες, παρόλη τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που τις χώριζε. Γι? αυτόν το λόγο, κανένα άλλο πρόσωπο στο κάστρο δε γνώριζε πού βρισκόταν η Μπελ.

Για αρκετές μέρες ο βασιλιάς αγνοούσε την τύχη της κόρης του και παράλληλα στενοχωριόταν για την καλή του γυναίκα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λυγίσει η γιαγιά και να πει τελικά στο γιο της για την Μπελ-δεν άντεχε να τον βλέπει τόσο αγχωμένο--. Ο δύστυχος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει τίποτε κι απλώς περίμενε υπομονετικά την επιστροφή της κόρης του.

Η αρκούδα κι η Μπελ είχαν, εντωμεταξύ, φτάσει πλέον στον προορισμό τους. Το μέρος ήταν μαγευτικό, φτιαγμένο από γλυκά κάθε λογής. Υπήρχαν τρεις καταρράκτες από σοκολάτα, αμέτρητα δέντρα από κάθε είδος γλυφιτζουριού και παρακάτω ένα χωριό με πολλά μπισκοτοσπιτάκια. Η αρκούδα έδειξε στην πριγκίπισσα τον καταρράκτη από τον οποίο έρρεε λιωμένη κουβερτούρα. Το μυστικό ήταν να την πάρει μ? ένα κύπελλο, χωρίς να την πιάσει με το χέρι, γιατί αν την ακουμπούσε, θα γινόταν αυτόματα σοκολατάκι! Έπρεπε να πιει λίγο η μητέρα της κι έτσι θα γινόταν καλά. Το μόνο πρόβλημα ήταν ο θρύλος που έλεγε: Όποιος προσπάθησε να πάρει την κουβερτούρα από τον καταρράκτη, τα κατάφερε. Αλλά, όποιος δεν πρόλαβε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και να τη δώσει στον άρρωστο να την πιει μέσα σε δύο ημέρες, ξαναγινόταν παιδί ο ίδιος κι όλοι οι συγγενείς του ξεχνούσαν τα πάντα γι? αυτόν. Το κορίτσι κατάφερε και πήρε τη σοκολάτα από τον καταρράκτη και με όλη την καλή της θέληση περπάτησε μέχρι το σπίτι της μέσα σε δύο μερόνυχτα.

Όταν έφτασε στο κάστρο, όρμησαν όλοι πάνω της κλαίγοντας και την έκλεισαν στην αγκαλιά τους. Η ώρα πέρασε και κανείς δεν το πήρε είδηση. Ξαφνικά το ρολόι χτύπησε δώδεκα τα μεσάνυχτα! Δεν είχε προλάβει να δώσει το αντίδοτο στη μητέρα της και τρέξανε όλοι πανικόβλητοι στην κάμαρά της. Αλλά ήταν ήδη αργά, η βασίλισσα είχε πεθάνει.

Η Μπελ πετάχτηκε τρομαγμένη. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν ακόμη εκεί, κάτω απ? το δέντρο που είχε καθίσει για να ξεκουραστεί. Όλο αυτό ήταν απλώς ένα όνειρο! Το κορίτσι ανακουφίστηκε και φώναξε δυνατά: «Μανούλα, σου ?ρχομαι». Γύρισε τρέχοντας στο κάστρο κι είπε στους γονείς της πως γνωρίζει τι ακριβώς πρέπει να κάνουν για τη σωτηρία της βασίλισσας.

Δόθηκε, λοιπόν, διαταγή σε όλους τους μάγειρες να λιώσουν κουβερτούρα και να τη βάλουν σ? ένα κύπελλο για να την πιει η μητέρα της. Έτσι κι έγινε. Η πριγκίπισσα έτρεξε στην κάμαρα της μαμάς της και με πολλή προσοχή κι αγάπη της έδωσε τη σοκολάτα. Έπειτα η βασίλισσα ξύπνησε!

Από τη χαρά όλης της οικογένειας αλλά κι ολόκληρου του βασιλείου, διοργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή στο κέντρο της πλατείας με πολλά τραπέζια, φαγητά αλλά και μπόλικη «σωτήρια» σοκολάτα.

Από τότε, κάθε φορά που κάποιος αρρώσταινε, ήξεραν πια ποιο ήταν το φάρμακο... ΣΟΚΟΛΑΤΑ!!!

Μαρία Ιορδανίδου, Α2