ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ

και των πολιτισμών

Αρχική σελίδα Αχειροποίητος

Ο ιερός ναός της Αχειροποιήτου βρίσκεται επί της οδού Αγίας Σοφίας, λίγο πάνω από την Εγνατία οδό, τη Λεωφόρο των Βυζαντινών. Είναι ένας από τους πρώτους χριστιανικούς ναούς της πόλης. Κτίστηκε περίπου στο 450 μ.Χ. πάνω σε δημόσια λουτρά της ρωμαϊκής εποχής, τμήματα των οποίων σώζονται κάτω και έξω από τον ναό, στον βόρειο περίβολο. Παλαιότεροι συγγραφείς και περιηγητές θεωρούσαν ότι στη θέση του κατά την αρχαιότητα υπήρχε ναός της Θερμαίας Αφροδίτης.

Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Παναγία και πήρε την ονομασία Αχειροποίητος από την λατρευτική εικόνα της Παναγίας Δεομένης που ζωγραφήθηκε με τρόπο θαυματουργό και έδωσε, ως «αχειροποίητη», την ονομασία της στον ναό· μάλιστα αναφέρεται για πρώτη φορά με την ονομασία αυτή σε έγγραφο του 1320. Μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα περνούσε από τον ναό η λιτανευτική πομπή του Αγίου Δημητρίου, την παραμονή της εορτής, καθώς η λατρεία του πολιούχου της πόλης ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία της Παναγίας. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους μετατράπηκε σε τέμενος από τον ίδιο τον σουλτάνο Μουράτ Β', o οποίος τέλεσε ευχαριστία στο εσωτερικό του ναού για τη νίκη του. Από τότε ο ναός πήρε την ονομασία Εσκί Τζουμά τζαμί (δηλαδή τζαμί της παλιάς συνάθροισης ή της προσευχής της Παρασκευής). Τη μετατροπή του ναού σε τέμενος θυμίζει η σωζόμενη επιγραφή στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας (Ο σουλτάνος Μουράτ Χαν κατέκτησε την πόλη Θεσσαλονίκη το 833 [το έτος Εγίρας αντιστοιχεί στο 1430μ.Χ.]). Σε παλιά δελτάρια που εικονίζουν την Αχειροποίητο αναγράφεται ως Αγία Παρασκευή. Η ίδια ονομασία δίνεται και στη συνοικία. [Εικ. 1, 2]

Μετά την απελευθέρωση και κατά τη διάρκεια του α' παγκόσμιου πόλεμου ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως καταυλισμός για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, αλλά και αργότερα για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής. [Εικ. 3] Η εικόνα αυτή αποτυπώθηκε σε έργα Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, όπως ο Γιώργος Ιωάννου. Ο ναός είχε προταθεί για τη στέγαση του βυζαντινού μουσείου, τελικά όμως αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία το 1930.

Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα. Έχει μήκος 51,90μ., πλάτος 30,80μ., ύψος 14μ. και είναι κτισμένος με την συνήθη για την παλαιοχριστιανική εποχή τοιχοποιία, στην οποία ζώνες λιθοδομής εναλλάσσονται με ζώνες πλινθοδομής. Ένα τρίβηλο άνοιγμα οδηγεί από τον νάρθηκα της δυτικής πλευράς στα τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με δύο κιονοστοιχίες των 12 κιόνων η καθεμιά. Το βόρειο κλίτος απολήγει στο μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης. Στη νότια πλευρά του κτιρίου διατηρείται μνημειακό πρόπυλο, πιθανόν επειδή εκεί συνδεόταν με τη βασική οδική αρτηρία της πόλης, τη Λεωφόρο. Το πρόσκτισμα δίπλα στο πρόπυλο θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής. Στη βορειοδυτική γωνία σώζεται το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στα υπερώα.

Από τον διάκοσμο ξεχωρίζουν οι κίονες από θεσσαλικό μάρμαρο με τα «θεοδοσιανά» κιονόκρανα που χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα και έχουν ομοιότητες με τα αντίστοιχα γλυπτά μέλη από την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλες πλάκες προκονήσιου μαρμάρου καλύπτουν το δάπεδο του κεντρικού κλίτους.

Από τα υψηλής ποιότητας ψηφιδωτά του ναού σώζονται ελάχιστα δείγματα στα εσωράχια των κιονοστοιχιών του ισογείου και του νότιου υπερώου, στον νάρθηκα και στο παράθυρο του δυτικού τοίχου. Κυρίως εικονίζονται παραστάσεις της παλαιοχριστιανικής τέχνης, όπως σταυροί, αγγεία με νερό, πουλιά, καρποί, ψάρια. Ως κτήτορας των ψηφιδωτών αναγράφεται στα εσωράχια του κεντρικού και νότιου τόξου του τριβήλου ο Ανδρέας, ο οποίος σχετίζεται με τον ιερέα Ανδρέα που πήρε μέρος στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), εκπροσωπώντας τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η αναγραφή μάς επιτρέπει τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών μετά τα μέσα του 5ου αιώνα.

Από τη βυζαντινή περίοδο διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες σε κακή κατάσταση κυρίως στο βόρειο και στο νότιο κλίτος του ναού, στον τοίχο πάνω από τη νότια κιονοστοιχία. Οι δεκαοκτώ μορφές, που εικονίζονται στο νότιο κλίτος σε παράταξη ολόσωμες ή σε προτομή, αποτελούν μέρος της παράστασης των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας και χρονολογούνται στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα.

Το μνημείο δέχθηκε σειρά επεμβάσεων, που αλλοίωσαν ως ένα βαθμό την αρχική του μορφή. Σημαντικότερες υπήρξαν η καταστροφή της αρχικής στέγης, η υποβάθμιση του ανώτερου τμήματος του κεντρικού κλίτους, με άμεση συνέπεια την απώλεια του φωταγωγού, η καταστροφή του δυτικού υπερώου και του εξωνάρθηκα.

Έχουν γίνει επανειλημμένα αναστηλωτικές εργασίες με δραστικές επεμβάσεις στον φέροντα οργανισμό και εκτεταμένες ανακατασκευές κατεστραμμένων ή ετοιμόρροπων τμημάτων, ιδιαίτερα μετά από τον σεισμό του 1978. Το 2014 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και αποκατάστασης του γλυπτού και εντοίχιου διακόσμου του ναού, οι οποίες έφεραν στο φως πολλά νέα στοιχεία από την ιστορία του.

{gallery}2018-2019/achiro{/gallery}

 

 

Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ ooounesco2

 


 

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία
Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Α. Τούρτα, Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 1997
Ν. Κ. Μουτσόπουλος (εποπτεία έκδ.) Θεσσαλονίκη, Ιστορία της Πόλης και του Δήμου, εκδ. Αλέξανδρος, 2002
Απόστολος Παπαγιανόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος
Γ. Α. Στογιόγλου, Μοναστήρια της Μακεδονίας. Α΄ Μοναστήρια της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1990 [=επανέκδοση της μελέτης Η εν Θεσσαλονίκη Πατριαρχική Μονή των Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971]
Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου, Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου
Υπουργείο Πολιτισμού
Βικιπαίδεια

Το κανάλι μας

youtube