ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ

και των πολιτισμών

Αρχική σελίδα Όσιος Δαβίδ

Ο ναός του Όσιου Δαβίδ, άλλοτε καθολικό της Μονής του Σωτήρος Χριστού (Μονή Λατόμου), βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, νοτιοδυτικά από τη Μονή Βλατάδων και βορειοδυτικά από τον ναό των Ταξιαρχών, σε πάροδο της οδού Τιμοθέου. Η αφιέρωσή του στον Όσιο Δαβίδ τον Θεσσαλονικέα έγινε το 1921, κατά τον εκ νέου καθαγιασμό του σε χριστιανικό ναό από τζαμί που είχε μετατραπεί στην οθωμανική περίοδο.

Ο μικρός ναός αυτός κτίστηκε στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αιώνα πάνω σε ερείπια ρωμαϊκών κτιρίων, πιθανόν λουτρών, κοντά σε χώρο λατομείων πέτρας. Παρόλες τις «κακουχίες» που έχει περάσει κατά την οθωμανική περίοδο, εξακολουθεί να έχει μοναδική αρχαιολογική και ιστορική αξία, καθώς αποτελεί προδρομικό τύπο του σταυροειδούς με τρούλο ναού.

Αρχιτεκτονική

Αρχικά ο ναός αποτελούσε σε κάτοψη ένα τετράγωνο, με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά, μέσα στο οποίο εγγραφόταν ισοσκελής σταυρός. Στο κέντρο ορθωνόταν μια τετράγωνη βάση, στηριζόμενη στους τέσσερις «πεσσούς» των καμάρων, πάνω στην οποία στη συνέχεια πατούσε χαμηλός θόλος χωρίς κανένα παράθυρο, ενώ τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονταν με είδος σταυροθόλιου. Το εσωτερικό φωτιζόταν άπλετα από τα δίλοβα παράθυρα που άνοιγαν στα άκρα των κεραιών του σταυρού και από το δίλοβο παράθυρο της κόγχης του Ιερού.

Σήμερα το δυτικό τμήμα του αρχικού ναού δεν υπάρχει και φαίνεται ότι ήταν ήδη κατεστραμμένο την εποχή της μετατροπής του σε τζαμί, αφού η βάση του μιναρέ βρέθηκε στον χώρο του νοτιοδυτικού διαμερίσματος. Ο τρούλος αντικαταστάθηκε από κεραμοσκεπή στέγη και η είσοδος γίνεται πλέον από τον νότο. Οι επεμβάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά την οθωμανική περίοδο, όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί (Σουλιτζέ ή Κεραμεντίν τζαμί).

Ιστορία

Ο ναός αναφέρεται για πρώτη φορά σε κείμενο στα τέλη του 9ου αιώνα, στη Διήγηση του Ιγνατίου (ηγουμένου της Μονής Ακαπνίου της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με την οποία το καθολικό την εποχή εκείνη ήταν αφιερωμένο στον Σωτήρα Χριστό του Λατόμου, ύστερα από τη θαυμαστή αποκάλυψη του ψηφιδωτού της κόγχης του Ιερού. Στον ναό αυτόν επίσης «μαθήτευσε» ο υμνογράφος Ιωσήφ. Το κείμενο του Ιγνάτιου, παρά τα μυθοπλαστικά στοιχεία που περιέχει, προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για το καθολικό, καθώς μας πληροφορεί πως ο ναός ίσως να ήταν αφιερωμένος στον Προφήτη Ζαχαρία. Η Μονή ιστορήθηκε με ψηφιδωτό και τοιχογραφίες διακοσμητικού χαρακτήρα, με τη χορηγία μιας άγνωστης γυναίκας. Ο Ιγνάτιος μας λέει πως η ανώνυμη γυναίκα ταυτίζεται με τη Θεοδώρα, την κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού Γαλέριου που είχε ασπαστεί κρυφά από τον πατέρα της τον χριστιανισμό από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο.

Η Θεοδώρα, στην πρώτη ευκαιρία που ο πατέρας της έφυγε για κάποια εκστρατεία, μετέτρεψε το ρωμαϊκό κτήριο σε χριστιανικό ναό λέγοντας ότι είναι λουτρό και ότι απλώς το διακόσμησε με ψηφιδωτό. Για να διασκεδάσει τις υποψίες της μητέρας της, ως προς τον προσηλυτισμό της στη νέα θρησκεία, αναγκάστηκε να καλύψει το ψηφιδωτό με δέρμα βοδιού και κονίαμα. Στην πραγματικότητα, η απόκρυψη του ψηφιδωτού πρέπει να έγινε την εποχή της Εικονομαχίας. Η αποκάλυψη του ψηφιδωτού έγινε (κατά τη Διήγηση) στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Αρμένιου (813-820) στη διάρκεια ενός σεισμού, όταν κατέπεσε το δέρμα και το ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε στα μάτια του μοναχού Σενούφιου. Το 12ο αιώνα, βέβαια, το καθολικό ανακαινίστηκε και κοσμήθηκε με νέο τοιχογραφικό διάκοσμο που φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε τέλη του 13ου - αρχές 14ου αιώνα.

Τέλος, δεν έχουμε κάποια ακριβή χρονολογία για το πότε η μονή μετατράπηκε σε τζαμί, αλλά εικάζουμε ότι αυτό έγινε τον 16ο αιώνα, όταν και πολλοί άλλοι ναοί της Θεσσαλονίκης μετατράπηκαν σε τζαμιά. Την εποχή αυτή το ψηφιδωτό καλύφθηκε και πάλι με δέρμα.

Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες

Η σημερινή απλή εκκλησία που ξέρουμε περιέχει έναν από τους σημαντικότερους ψηφιδωτούς και τοιχογραφικούς διακόσμους όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής τέχνης γενικότερα.

Το έξοχο ψηφιδωτό της θεοφάνειας με το Όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, -ένα από τα ωραιότερα ψηφιδωτά του κόσμου, προσφορά ανώνυμης γυναίκας-, τοποθετείται στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης. Το κέντρο καταλαμβάνει ο Χριστός Εμμανουήλ, σε νεαρή ηλικία, αγένειος και επιβλητικός, καθισμένος σε ουράνιο τόξο, που συμβολίζει τον ουρανό, μέσα σε μεγάλη φωτεινή δόξα. Κάτω από τα πόδια του ρέουν οι τέσσερις ποταμοί του Παραδείσου (Φισών, Γεών, Τίγρης και Ευφράτης) που τροφοδοτούν με τα νερά τους τον ποταμό Χοβάρ (ή αλλιώς τον Ιορδάνη), ο οποίος εκτείνεται στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Μέσα στο ποτάμι κολυμπούν πολύχρωμα ψάρια και η γεροντική μορφή που απεικονίζεται είναι αναμφισβήτητα η προσωποποίηση του ποταμού, μπλέκοντας έτσι στοιχεία από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη με την ελληνιστική καλλιτεχνική αντίληψη. Τη δόξα περιβάλλουν ένας άγγελος, ένας αετός, ένα λιοντάρι και ένα μοσχάρι που κρατούν κλειστά βιβλία και συμβολίζουν τους ευαγγελιστές Ματθαίο, Ιωάννη, Μάρκο και Λουκά. Μάρτυρες της θεοφάνειας είναι οι δύο μορφές που ταυτίστηκαν με προφήτες. Η αριστερή μορφή, σε στάση φόβου και έκστασης, είναι, κατά την επικρατέστερη άποψη, ο προφήτης Ιεζεκιήλ και η δεξιά μορφή ο Αββακούμ, συλλογισμένος και σε αυτοσυγκέντρωση σαν αρχαίος φιλόσοφος. Ο ψηφιδογράφος πετυχαίνει με καθαρά ζωγραφικά μέσα να δώσει μια σύνθεση λαμπρή με χρώμα και σχέδιο και ακόμα να διαγράψει με επιτυχία τον ψυχικό κόσμο των μορφών. Η θριαμβευτική εμφάνιση του Χριστού και η επιγραφή του ειληταρίου προσδιορίζουν το νόημα της παράστασης που αναφέρεται στη σωτηρία των ανθρώπων και στη Δευτέρα Παρουσία. Τον θαυμάσιο αυτό πίνακα περιβάλλουν ωραίες ψηφιδωτές διακοσμητικές ζώνες.

Το ψηφιδωτό, που σκεπάστηκε με «βόειο» δέρμα κατά τη περίοδο της εικονομαχίας και ανακαλύφθηκε τυχαία ξανά στα χρόνια του Λέοντα του Αρμένιου (813-820) χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις.

Εξίσου σημαντικές για την τέχνη τους είναι και οι τοιχογραφίες που ανακαλύφθηκαν σχετικά πρόσφατα (1972-1975) στη νότια καμάρα και χρονολογήθηκαν στο τρίτο τέταρτο του 12ου αιώνα. Παριστάνουν την Υπαπαντή (σώζονται ίχνη), τη Γέννηση του Χριστού, τη Βάπτιση και τη Μεταμόρφωση.

Στη Γέννηση του Χριστού η ανακεκλιμένη Παναγία ορίζει τον άξονα της παράστασης· η μορφή του Ιωσήφ εντυπωσιάζει με τη μεσότητά της, καθώς κάθεται σε σαμάρι και βρίσκεται σε περισυλλογή, με μια έκφραση βαθιάς μελαγχολίας· στο επεισόδιο του λουτρού, στη μορφή της ώριμης μαίας, που με ανασηκωμένα μανίκια λούζει το Βρέφος, αντιπαραβάλλεται η χαριτωμένη μορφή της Σαλώμης σε στάση όλο ζωντάνια και επιτήδευση [εικ. 1, 2].

Στη Βάπτιση, τον άξονα της παράστασης καθορίζει ο γυμνός Χριστός που με τον όγκο και τη στάση του θυμίζει αρχαία αγάλματα. Οι μορφές του ασκητικού Προδρόμου αριστερά και του μεγαλόπρεπου, στη στάση και την ενδυμασία του, αγγέλου δεξιά δημιουργούν μια αντίστιξη γεμάτη ζωντάνια και νόημα. Και οι δύο παραστάσεις προσφέρουν μια σπάνια αίσθηση του τοπίου και της ατμόσφαιρας και μαζί με τη νέα αντίληψη της κλασικής παράδοσης που εκφράζουν, αποτελούν ένα μοναδικό ζωγραφικό σύνολο και από τις υψηλότερες δημιουργίες της τέχνης της εποχής των Κομνηνών.

Στο τέλος του 13ου – αρχές 14ου αιώνα χρονολογούνται η Βαϊοφόρος, η Προσευχή του Χριστού στο όρος των Ελαιών και η Παναγία του Πάθους.

Το κείμενο επιμελήθηκε η μαθήτρια Μελίνα Κολίτση

Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ ooounesco2

 

Ακολουθούν φωτογραφίες του ναού

{gallery}2018-2019/david{/gallery}

 

 


 Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία
Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Α. Τούρτα, Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, εκδ. ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, 1997
Ν. Κ. Μουτσόπουλος (εποπτεία έκδ.) Θεσσαλονίκη, Ιστορία της Πόλης και του Δήμου, εκδ. Αλέξανδρος, 2002
Απόστολος Παπαγιανόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος
Α. Ξυγγόπουλος, Το καθολικόν της Μονής του Λατόμου εν Θεσσαλονίκη και το εν αυτώ ψηφιδωτόν, Αρχαιολογικόν Δελτίον 12, 1929, εν Αθήναις 1932, 142-180
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι τοιχογραφίες της μονής Λατόμου Θεσσαλονίκης και η βυζαντινή ζωγραφική του 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1986

Το κανάλι μας

youtube