Λίγα λόγια για τη ζωή του

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η Αγγελική Νίκλη. Το 1808 ο κηδεμόνας του Μεσσαλάς στέλνει το δεκάχρονο Διονύσιο στην Κρεμόνα της Ιταλίας να σπουδάσει στο Αυτοκρατορικό Βασιλικό Λύκειο της πόλης.

Το 1815 συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιο της Παβίας, χωρίς να πάρει πτυχίο. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους κύκλους των ρομαντικών και τον κλασικιστή ποιητή Βιτσέντζο Μόντι. Το Μάη του 1823 έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» και το 1824 την πρώτη εκδοχή του Λάμπρου και το πεζό κείμενο «Διάλογος». Το 1825 έγραψε την Καταστροφή των Ψαρών. Το 1826 ξεκίνησε τη «Γυναίκα της Ζάκυθος». Το 1828 γνώρισε στην Κέρκυρα τον Νικόλαο Μάντζαρο, που αργότερα μελοποίησε και τον Ύμνο. Εκεί επηρεάστηκε από το ρεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Το 1829 έγραψε την «Εις Μοναχήν Νεκρική Ωδή ΙΙ», την τρίτη μορφή της Γυναίκας της Ζάκυθος και ένα ποίημα για το Μεσολόγγι, που δημοσίευσε ο Πολυλάς το 1859 ως πρώτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Το 1834 συνέθεσε τη δεύτερη ημιτελή μορφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων και το 1844 την τρίτη, σε στίχο ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, εγκαινιάζοντας έτσι τη νέα, ωριμότερη δημιουργική του περίοδο. Πέθανε το 1857 μετά από χρόνια ταλαιπωρία εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων.


Το ποιητικό έργο του Δ. Σολομού.

 

Το ποιητικό έργο του Σολωμού είναι πλούσιο.

1815 - 1818: Γράφει στην ιταλική γλώσσα τα πρώτα του ποιήματα: η «Καταστροφή της Ιερουσαλήμ» το 1815 σε ηλικία 17 ετών και «Ωδή για Πρώτη Λειτουργία» (Ode per Prima Messa) καθώς και αρκετά σονέτα.

1822: «Αυτοσχέδιοι Στίχοι» ή «Ομοιοκαταληξίες», «Η φαρμακωμένη». Το ποίημα αυτό αναφέρεται σε μια νεαρή φίλη του ποιητή, η οποία ερωτεύτηκε ένα νέο και από φόβο μήπως από τη σφοδρότητα του πάθους κινδυνέψει η τιμή τους, φαρμακώθηκε. Από το 1822 - 1850 επεξεργάζεται το «Λάμπρο» από το οποίο τελειοποίησε μόνο μερικά μέρη. Το ποίημα αυτό αποτελείται από δεκαέξι οκτάστιχα, όπου ο ποιητής παρουσιάζει το δράμα ενός πατέρα που κάνει έρωτα με την κόρη του, χωρίς να ξέρει ποια πράγματι είναι. Όταν τελικά αποκαλύπτεται η αλήθεια, όλοι αυτοκτονούν.

1823:   Από το 1823 όμως, μετά από παρακινήσεις φίλων, άρχισε να συνθέτει στα ελληνικά, χρησιμοποιώντας τη δημοτική. Τα πρώτα του ελληνικά ποιήματα είναι: «Ο θάνατος της ορφανής», «Ευρυκόμη», «Ξανθούλα», «Ψυχούλα», «Ανθούλα», «Σκιά του Ομήρου» κ. ά.

Το Μάιο του 1823 έγραψε, σε ένα μόνο μήνα και πρώτα στα ιταλικά, τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» που αποτελείται από 158 στροφές. Πολύ σύντομα τον μετέφρασε στα ελληνικά· αμέσως τυπώθηκε σε φυλλάδια και κυκλοφόρησε σ? όλη τη Ζάκυνθο. Την ίδια χρονιά έγραψε το αποσπασματικό ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη»

 1824: Το λυρικό ποίημα «Εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον».

1825: Το επίγραμμα η «Η Δόξα» (Καταστροφή των Ψαρών).

1826: Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» είναι ένα μεγαλόπνοο ποίημα που απασχολούσε το Σολωμό τριάντα χρόνια. Κι όμως, μετά το θάνατό του δε βρέθηκαν παρά μόνο μερικά κομμάτια, χωρίς τάξη και σειρά, σε διάφορα χαρτιά του. Το πρώτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων γράφτηκε το 1826 στη Ζάκυνθο. Στη συνέχεια ακολούθησαν άλλα δύο σχεδιάσματα. Το δεύτερο, από το 1833 ως το 1844 στην Κέρκυρα και το τρίτο, από το 1844 ως το τέλος της ζωής του. Στο ποίημα αυτό ο Σολωμός είχε δώσει διάφορους τίτλους: «Μεσολόγγι», «Οι αδελφοποιτοί» «Το χρέος», αλλά τελικά προτίμησε τον εμπνευσμένο τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Το ποίημα αυτό, που αναφέρεται στην ηρωική αντίσταση και θυσία των Μεσολογγιτών, τελικά γίνεται ένας ύμνος του ανθρώπου, που κρατάει ζωντανή τη θέλησή του για αντίσταση και για αγώνα. Όσο ο άνθρωπος, προσηλωμένος στο χρέος του, εξακολουθεί να αντιστέκεται, να αγωνίζεται και να είναι έτοιμος για θυσία, μένει ελεύθερος, ακόμη κι αν είναι πολιορκημένος από χιλιάδες εχθρούς. Ο Σολωμός δεν αγάπησε κανένα δημιούργημά του τόσο όσο αυτό.

Το 1826 ή 1827 έγραψε μια σάτιρα με τίτλο «Το όνειρο». Αιτία για τη συγγραφή της σάτιρας αυτής ήταν η αγανάκτηση που προκάλεσε στον ποιητή ο πολυτελής ενταφιασμός ενός αισχρού ανθρώπου.

1833-1834: Έγραψε τον «Κρητικό» από τον οποίο σώζεται μόνο ένα απόσπασμα. Η αρχή και το τέλος λείπουν. Φαίνεται πως είναι επηρεασμένος από την Κρητική Λογοτεχνία και κυρίως από τον «Ερωτόκριτο».

1847 - 1849: Συνθέτει τον «Πόρφυρα», που αναφέρεται σε κάποιον Άγγλο στρατιώτη που κατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα, όπως λένε στην Κέρκυρα τον καρχαρία. Το έργο του ήταν τελειωμένο, όμως χάθηκαν πολλά μέρη του.

Η ελληνική όμως σύνθεση δεν τον απέκοβε από την ιταλική. Από τα ιταλικά του ποιήματα τα σπουδαιότερα είναι το δεκατετράστιχο «Στον Ορφέα» (Orfeo), (1847), «Η Σαπφώ»(Saffo) και «Το ελληνικό καράβι» (La Navicella Greca).

Ακόμα, ο Σολωμός έγραψε δύο έργα σε πεζό λόγο.

 Το πρώτο είναι ο «Διάλογος». Γράφτηκε στη Ζάκυνθο το 1824. Πρόκειται για ένα διάλογο ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: τον ποιητή, το φίλο και το σοφολογιότατο. Θέμα του είναι το γλωσσικό πρόβλημα και σκοπός του η υπεράσπιση της γλώσσας του λαού.

 Το δεύτερο είναι «Η γυναίκα της Ζάκυνθος», ένα σατιρικό πεζογράφημα που γράφτηκε το 1826. Πρόκειται για καυστική σάτιρα στην οποία αναδεικνύεται η σύγκρουση του καλού και του κακού. Το κακό προσωποποιείται στο πρόσωπο της γυναίκας της Ζάκυνθος.

 

Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Σολωμού.

Μεταφράζει με θαυμαστό τρόπο 12 στροφές από το έργο του Μεταστάζιο (Metastasio) «Η Άνοιξη» καθώς και το «Καλοκαίρι» του ίδιου ποιητή. Σημαντική επίσης θεωρείται και η μετάφραση κάποιων αποσπασμάτων από τη Σ ραψωδία της «Ιλιάδας»


 

Σχετικά με τον ΥΜΝΟ

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού είναι μια μεγάλη επικολυρική σύνθεση με διθυραμβικό τόνο. Γράφτηκε σε διάστημα μερικών εβδομάδων, το Μάιο του 1823, από τον εικοσιπεντάχρονο τότε Σολωμό, που επηρεασμένος από το Carmen Saeculare υμνεί την Ελευθερία. Η μορφή της Ελευθερίας ταυτίζεται σ? όλα της τα χαρακτηριστικά με τη μορφή της Ελλάδας.

 Εκδόσεις - Μεταφράσεις

 Από το 1823 ως το 1825 κυκλοφορεί σε μορφή χειρογράφων από γνωστό σε γνωστό. Για πρώτη φορά εκδίδεται το 1825, μετά από μεσολάβηση του Αδάμαντιου Κοραή, από το φιλέλληνα Cl. Fauriel στο τέλος του Β΄ τόμου των ?Chants Populaires de la Grece Moderne? στο Παρίσι. Η επόμενη έκδοση έγινε στο Μεσολόγγι, το 1825. Αργότερα μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα Ιταλικά (από τον Grassetti, Nobili), στα Γαλλικά (από τους Julien, Laffon) στα Αγγλικά (από τους Sheridan, Kipling) στα Ρωσικά και σ? άλλες γλώσσες.

Μελοποίηση του Ύμνου Το 1828 ο Κερκυραίος Νικόλαος Μάντζαρος έκανε την πρώτη μελοποίηση σε λαϊκά μοτίβα για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Η δεύτερη μελοποίηση έγινε το 1837 και η τρίτη το 1839-40. Το Δεκέμβριο του 1844 ο Μάντζαρος υπέβαλε στο βασιλιά Όθωνα την τέταρτη μελοποίηση. Το 1861 έγινε η πέμπτη μελοποίηση σε ρυθμό εμβατηρίου μετά από παραγγελία του υπουργού Στρατιωτικών. Στην επίσκεψή του στην Κέρκυρα ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α? το 1865 άκουσε την πρώτη μελοποίηση του Μάντζαρου από την οποία και εντυπωσιάστηκε. Στη συνέχεια με βασιλικό διάταγμα καθιερώθηκε ως «επίσημον εθνικόν άσμα» και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον βασιλιά της Ελλάδος ή την ελληνική σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.

 Στιχουργικές παρατηρήσεις.

 Ο Ύμνος αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές με στίχους οκτασύλλαβους τροχαϊκούς παροξύτονους, εναλλασσόμενους με επτασύλλαβους τροχαϊκούς οξύτονους. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή.

 Σύνθεση του Ύμνου.

 Ο Ύμνος θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία μέρη και το καθένα από αυτά σε μικρότερα.

 α) Προοίμιο: Στροφές 1-16

 Α? ενότητα 1-2: Ανάκρουσμα - Αναγνώριση της Ελευθερίας.

 Β? ενότητα 3-14: Αναδρομή - Τα δεινά της σκλαβιάς.

 Γ? ενότητα 15-16: Επαναφορά - Η απόφαση του ξεσηκωμού.

 β) Διήγηση: Στροφές 17-138:

 Α? ενότητα 17-34: Απήχηση της Επανάστασης στη Δύση.

 Β? ενότητα 35-74: Μάχη της Τριπολιτσάς.

 Γ? ενότητα 75-87: Συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια

 Δ? ενότητα 88-122: Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου

 Ε? ενότητα 123-138: Τα κατορθώματα στη θάλασσα - Απαγχονισμός του Πατριάρχη.

 γ) Επίλογος: Στροφές 139-158

 Α? ενότητα 139-150: Έκκληση στους Έλληνες για ομόνοια

 Β? ενότητα 151-158: Έκκληση στους Ευρωπαίους για βοήθεια - κάλεσμα.

 

 

Ο ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

2
Aπ? τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

3
Eκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες
Έλα πάλι» να σου πη.

4
Άργειε να 'λθη εκείνη η μέρα
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμεινε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.


6
Kαι ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7
κι έλεες "πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τς ερμιές;".
Kαι αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8
Tότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα
πλήθος αίμα ελληνικό.

9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύης εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τές κουρταλή.


11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
αλλ' ανάσασιν καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
σύρε", ελέγαν οι σκληροί.

13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

14
Tαπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

15
Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή!


16
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

17
Mόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τς εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,

18
εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή
και του Pήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή

19
όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν,
όσα αισθάνετο η καρδιά.

20
Eφωνάξαν ως τ' αστέρια
του Iονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,


21
μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: ψεύτρα Eλευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Bάσιγκτον η γη
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.

23
Aπ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέη "σε χαιρετώ",
και τη χήτη του τινάζει
το Λεοντάρι το Iσπανό.

24
Eλαφιάσθη της Aγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Pουσίας
τα μουγκρίσματα τς οργής.

25
Eις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά
και στου Aιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.


26
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Aετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Iταλού

27
και σ' εσέ καταγειρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ', έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψη, αν ημπορή.

28
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ πού θα πρωτοπάς
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς

29
σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνη
ευκολόσβηστον αφρό,

30
οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.


31
Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθή
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθή.

32
Tο θηρίο, π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά

33
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
και όπου φθάση, όπου περάση
φρίκη, θάνατος, ερμιά

34
ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ
ξίφος έξω από την θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35
Iδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Tριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψης πιθυμάς.


36
Mεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είναι άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.

37
Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδής πως είν' πολλά
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα,
που θενά 'βρη η συμφορά.

39
Kατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.


40
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Tον εχθρό θωρώ να φύγη
και στο κάστρο ν' ανεβή.

41
Mέτρα? είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

42
Eκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά
να, σας φθάνει αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά.

43
Aποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.

44
Aκούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

45
A! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Tης σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,

47
και οι βροντές, και το σκοτάδι,
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά

48
τ' ακαρτέρειε. ?Eφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49
Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.

50
Tόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.

51
Tόσα πέφτουνε τα θέρι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.

53
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνη μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55
Mε τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά,

56
και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τούς εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.

57
Eκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58
Tότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.

59
Kτυπούν όλοι απάνου κάτου
κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.

60
Kάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
λες και εκείθεν η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθή.
61
Tης καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.

62
Oυρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαο, ουδέ γη
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.

63
Tόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεσαι, μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν μείνη ένας ζωντανός.

64
Kοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Xάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.

66
Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή
πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
φθάνει έως πότε οι σκοτωμοί;

67
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.

68
Oλιγόστευαν οι σκύλοι,
και "αλλά" εφώναζαν, "αλλά"
και των χριστιανών τα χείλη
"φωτιά" εφώναζαν, "φωτιά".

69
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν "φωτιά",
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας "αλλά".

70
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.

71
Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.

72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

73
Tης αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι
φύσα, φύσα εις το Σταυρό.

74
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

75
Tης Kορίνθου ιδού και οι κάμποι
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά


76
εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί

77
τρέχουν άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό
αλλ' οι ανδρείοι παλικαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.

78
Ω τρακόσιοι! σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε μ' εσάς.

79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Kόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πείναν και Θανατικό
που σε σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.

81
Kαι πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.

82
Kαι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Eλευθερία,
ματωμένη περπατείς.

83
Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
οπού κάνουνε χορό

84
στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85
H ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
86
Mες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87
Aπ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

88
Πήγες εις το Mεσολόγγι
την ημέρα του Xριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.

89
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,

90
"σ' αυτό", εφώναξε, "το χώμα
στάσου ολόρθη, Eλευθεριά"
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91
Eις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.

92
Aγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει τη φωταγωγία
στους αγίους εμπρός χυτή.

93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Eπετάχτηκες Eσύ.

94
A! το φως, που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη

95
λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
96
Tο σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς

97
με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς
"Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98
"Aυτός λέγει? Aφοκρασθήτε
Eγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα εγώ
πέστε, πού θ' αποκρυφθήτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99
"Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100
"Kατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,

101
"και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".

102
Kάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήση
ή μ' εσέ να μετρηθή;

103
H γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.

104
Tην αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.

105
Kακορίζικοι, που πάτε
του Aχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
106
ν' αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.

107
Bλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.

108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.

109
Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή

110
κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.

111
Σβιέται ?αυξαίνοντας η πρώτη
του Aχελώου νεροσυρμή?
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112
Έτσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Aγαρηνό

113
Kαι εκεί που 'ναι η Aγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού

115
Kάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία κι η Eλευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
μεταξύ τους, και ας μετρά.
116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.

117
Kαι χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118
A! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Mωυσή;
Mεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,

119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός

120
ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Aαρών,
η προφήτισσα Mαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν,


121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.

122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.

123
Eις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

124
Tο στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

125
Mε βρυχίσματα σαλεύει,
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί
126
φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.

127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.

128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.

129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις

130
με επιθύμια να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.


131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ' επέταξεν εκεί.

133
Eκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.

134
Kειές τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Eκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς.


136
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Άγιον Aίμα, τ' Άγιον Σώμα
λες πως θενά ξαναβγή

137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήση
και ημπορεί να πολεμή.

138
Tην ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.

139
H καρδιά συχνοσπαράζει?
Πλην τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.

140
Kοιτάει γύρω εις την Eυρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά
προσηλώνεται κατόπι
στην Eλλάδα, και αρχινά:


141
"Παλικάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.

142
"Aπ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σάς μαδεί

143
"μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.

144
"H Διχόνια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, κι εσύ.

145
"Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
146
"Aπό στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

147
"Mην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Eάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά".

148
"Tέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.

149
"Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150
"Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθή
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.

151
"Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!?
Kαταστήστε ένα σταυρό
και φωνάξετε με μία:
Bασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.

152
"Tο σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.

153
"Aκατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.

154
"Eξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: "Nα 'κδικηθώ".

155
"Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Tώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.

156
"Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Aβέλ καταβοά
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157
"Tί θα κάμετε; θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας Πολιτικής;

158
"Tούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό
Bασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".